Θέλω να χωρίσω αλλά έχω παιδιά

 

Θέλω να χωρίσω αλλά έχω παιδιά

“Θέλω να χωρίσω αλλά έχω παιδιά”

Πρόκειται για τον συνηθέστερο ενδοιασμό των γονιών που εξετάζουν το ενδεχόμενο του διαζυγίου. Ο ενδοιασμός αυτός πολλές φορές διαιωνίζει τη μη ικανοποίηση των ζωτικών αναγκών τους, απομειώνοντας το ψυχολογικό κεφάλαιο που προαναφέραμε.

Παράλληλα μπορεί σταδιακά να οδηγήσει σε εξουθένωση και εμφάνιση ψυχοπαθολογίας στους ίδιους, και να μειώσει την ποιότητα της φροντίδας που απολαμβάνει το παιδί, πλησιάζοντας ακόμα και στην παραμέληση ή και την κακοποίησή του.

Είναι γεγονός πως το ψυχολογικό κεφάλαιο αυξάνεται ραγδαία με τον ερχομό ενός παιδιού στην οικογένεια: η αγάπη, η χαρά, η στοργή ρέουν άφθονες στις καθημερινές αλληλεπιδράσεις της οικογένειας. Η εμπειρία μιας τέτοιας αλλαγής στη ζωή μας μένει ανεξίτηλη στη μνήμη μας ως μια «υπερδύναμη» που δε θα μας εγκαταλείψει ποτέ – ούτε και όταν οι ζωτικές μας ανάγκες παραμελούνται.

Μάλιστα κάποιοι γονείς συνειδητά επιλέγουν τη χρόνια παραμέληση των δικών τους αναγκών, θεωρώντας πως αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να θέσουν ως προτεραιότητα στη ζωή τους τα παιδιά τους – θεωρούν πως οι ανάγκες τους βρίσκονται σε ανταγωνισμό με αυτές των συντρόφων και των παιδιών τους, των άλλων ανθρώπων γενικότερα, κάτι το οποίο εάν ίσχυε, δε θα είχαμε επιβιώσει ως είδος.

Διαβάστε Επίσης  Σχολείο: Γιατί το παιδί μου δεν μου μιλά γι’ αυτό;

Σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσαμε να αμφισβητήσουμε ούτε επιστημονικά ούτε ηθικά αυτή τη «γονεϊκή υπερδύναμη». Είναι όμως σημαντικό να επισημάνουμε ότι εκ φύσεως προικιζόμαστε με δυνάμεις, επειδή θα τις χρειαστούμε.

 

Η ανατροφή ενός παιδιού απαιτεί σε υπομονή, σθένος, ευελιξία, σταθερότητα, υπευθυνότητα, σοφία και φυσική αντοχή όλο το ψυχολογικό κεφάλαιο το οποίο προσφέρει σε αγάπη και ευτυχία. Είναι λοιπόν μάλλον κακή «επένδυση» το να αντλούμε το ψυχολογικό κεφάλαιο που μας προσφέρουν τα παιδιά μας για την κάλυψη των απωλειών που βιώνουμε σε άλλες σχέσεις στη ζωή μας – με πρώτους (αλλά όχι μόνους) ζημιωθέντες τα ίδια.

Σχετικά με αυτό που βιώνει ο γονιός ως απώλεια σε μια σχέση και για την οποία αναπόφευκτα πενθεί αξίζει να αναφέρουμε πως στην ουσία πενθεί για την αγάπη που δε νιώθει πλέον και για τη ματαίωση των ονείρων και των προσδοκιών του. Αυτό είναι κάτι που δε μεταβιβάζεται στα παιδιά σε περίπτωση διαζυγίου.

Διαβάστε Επίσης  Παιδί: Τα επεξεργασμένα τρόφιμα σαμποτάρουν τη μάθησή του

Σε ένα διαζύγιο τα παιδιά, σε αντίθεση με τους γονείς τους, δεν καλούνται να διαχειριστούν μια απώλεια, αλλά μια αλλαγή. Δε χάνουν αγάπη, δε χάνουν φροντίδα, δε χάνουν προστασία, συνεχίζουν να τα απολαμβάνουν και από τους δύο γονείς τους με τους ίδιους τρόπους, αλλά υπό πρακτικά διαφορετικές συνθήκες.

Η επίμονη λοιπόν παραμονή σε μια δυσλειτουργική σχέση δεν ωφελεί κανέναν. Είναι επιζήμιο και για τους γονείς αλλά και για τα παιδιά.

Ας σκεφτούμε ξανά το δικό μας ψυχολογικό κεφάλαιο και τις επιπτώσεις της παραμονής σε αυτή τη δυσλειτουργική σχέση. Μια σχέση στην οποία τα παιδιά επιβαρύνονται με τις συναισθηματικές απώλειες των γονιών, καλύπτοντας κενά που δεν τους αναλογούν, με το σκεπτικό να μη βιώσουν απώλειες που εν τέλει δεν είναι δικές τους.

 

πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *