Το φως της Παναγίας στα βουνά της Αλβανίας

 

Το φως της Παναγίας στα βουνά της Αλβανίας

Το φως της Παναγίας στα βουνά της Αλβανίας

 

Το φως της Παναγίας στα βουνά της Αλβανίας. Του Μιχαήλ Σωτηρίου Μιχαλακόπουλου.

Στα βουνά της Αλβανίας, τον χειμώνα του ’40, η γη λυσσομανούσε, βαριά κι αλύπητη. Οι νύχτες φαρμάκι, τα παλληκάρια σωριασμένα με τη σκέψη αλλού, μια στην ελπίδα, μια στον χαμό. Κάθε μέρα κι ένα χιόνι φρεσκοστρωμένο, κάθε βράδυ το αγιάζι ψιθύριζε ιστορίες που μόνο η πέτρα ξέρει να κρατήσει· κι εκεί μέσα, στη μυστική ανθρωποσύνη, φύτρωνε η πίστη σαν άγριο θυμάρι στον γκρεμό. Ο Τάσος ήταν ένα τέτοιο παιδί απ’ τα ορεινά της Ρούμελης. Μαζί του και οι σύντροφοι, χαραγμένοι απ’ το τσιγάρο, τη λάσπη και το κρύο.

Μέρες περπατημένες μέσα στη βουβαμάρα· βροχή, λάσπη, αίμα, κι από δίπλα το τρεμάμενο χαρτάκι της μάνας: «Κοίταξε, παιδί μου, η Παναγία μαζί σου». Οι φαντάροι μάζευαν κλαδιά να γίνουν σταυροί στα κράνη τους, ήξεραν πως το δέος φωλιάζει στα μικρά: μια εικόνα διπλωμένη στο σακάκι, ένα φυλαχτό στο μανίκι· τέτοια κρατούσαν ψηλά σαν σημαία, κι ας μην τολμούσαν να το πουν την ώρα της μάχης.

Το χιόνι δεν είχε έλεος. Όταν έσφιγγε το αγιάζι, άκουγες τις φωνές των νεκρών να κυλούν ανάμεσα στα ρέματα, να μπερδεύονται με τα ανέπαφα χελιδόνια της μνήμης.

Ήταν νύχτα – μαύρη, δίχως φεγγάρι. Οι άντρες, κουλουριασμένοι στην άκρη ενός βράχου, αφουγκράζονταν τα βήματα του χωριού, τον αργαλειό της Ελένης, το τρεμόφως που βγαίνει από το ταπεινό εικονοστάσι. Μα ο φόβος δεν έκανε πίσω.

Τότε, στο ξημέρωμα μιας μάχης που φαινόταν χαμένη από την αρχή, έγινε το σημάδι. Αρχικά κανείς δεν μίλησε· ο Τάσος είδε πρώτος το φως που δεν έμοιαζε ούτε με πρωινή πάχνη, ούτε με άστρο.

Διαβάστε Επίσης  Καιρός σήμερα: Πού αναμένονται βροχές και καταιγίδες

Ήταν άπλωμα γλυκό, κάπως αλλιώτικο, σαν αύρα που τριγυρνά, μα δεν αγγίζει. Ένα ξανθό φως, χρωματισμένο με ελπίδα, άγγιξε τη γη κι απλώθηκε γύρω τους. Μέσα από το σφύριγμα του ανέμου, ακούστηκε μια φωνή βαθιά, όχι από άνθρωπο ούτε από φαντάρο. Η φωνή έμοιαζε με αέρα, με ψίθυρο που μπαίνει στην καρδιά και τη γλυκαίνει.

«Παιδιά μου, μην ξεχνάτε πως είμαι μαζί σας». Τα μάτια όλων θόλωσαν, μα όχι απ’ το δάκρυ, αλλά απ’ το φως. Η Παναγία στάθηκε εκεί, στη στροφή του μονοπατιού, αγκαλιάζοντας με το πλατύ πανωφόρι της όλα τα ανήσυχα βλέμματα, τα χέρια που τρέμανε, σαν μικρά παιδιά στο πρώτο χιόνι.

Στην κορυφή της πλαγιάς, οι πορείες ασήκωτες, τα βήματα σημαδεμένα. Ο Μήτσος, ο παλιός δάσκαλος, διηγιόταν αργότερα πως: «Εκείνο το πρωινό, κανείς δεν φοβήθηκε.

Τα πόδια πατούσαν σφαίρες μα δεν λύγιζαν· τα στήθη τραγουδούσαν το “Τη Υπερμάχω” πιο δυνατά από το κανονικό». Άλλος είπε ότι, καθώς περνούσε η Κυρά, σταμάτησε το πυρ των αντιπάλων, κι οι σφαίρες έπεσαν δίχως ήχο, σαν σταγόνες σε ακίνητη λίμνη.

Δεν ήταν όλοι παρόντες – μα το νέο ταξίδεψε σαν αστραπή: η Παναγία φανερώθηκε στους Έλληνες, ζέστανε το τσουχτερό κρύο, τάισε την πείνα της ψυχής, φώτισε τη σκιά του θανάτου. Για μέρες, κι όσοι το άκουσαν κι όσοι δεν το είδαν, βρήκαν κουράγιο ν’ αντέξουν την αδικία του πολέμου.

Διαβάστε Επίσης  Famagusta επόμενα επεισόδια 11

Κάθε νύχτα η φωνή της απλωνόταν σαν ψαλμός, στις σκηνές και τα αμπριά, στα μισοπρόχειρα στρατόπεδα και στις βραδινές περιπολίες. Έβαζαν να φαν τ’ άγουρα ρεβίθια, έσβηναν το λίγο φως, και ξαφνικά δεν πείναγαν πια – ούτε πονούσαν τόσο, ούτε βάσταγε το φόβο η καρδιά τους.

Μερικοί από τους φαντάρους κράτησαν για πάντα την εικόνα εκείνου του φωτός. Ο Γιάννης, επιστρέφοντας μετά τον πόλεμο, έφερε στη Ρούμελη την ιστορία σαν θησαυρό: ότι στα ψηλά βουνά της Αλβανίας, τότε που τίποτα ανθρώπινο δεν έφτανε, φάνηκε η Παναγία, όχι για να γιατρέψει τις πληγές των σωμάτων, αλλά τη μεγάλη πληγή του φόβου.

Είπε στους γιους και στις θυγατέρες του: «Η πίστη ποτέ δεν ξεπαγιάζει. Κι όταν όλα μοιάζουν χαμένα, φυτρώνει ένα φως που δεν σβήνει».

Έτσι το μνημονεύουν ακόμα, στο μικρό ξωκλήσι απ’ όπου ξεκίνησε ο Τάσος, στο κελί του παπά, στ’ αλώνια, στα τρισάγια των πεσόντων, στ’ αντάμωμα της λαϊκής ψυχής με το θαύμα. Γιατί εκείνο το πρωινό η Παναγία περπάτησε με τα παλληκάρια στα βουνά, κι από τότε ο φόβος δεν ρίζωσε πια στην καρδιά όσων είδαν ή πίστεψαν.

Κι αν καμιά φορά το χιόνι ξαναπέφτει πάνω απ’ την παλιά γραμμή της μάχης, κάποιοι λένε πως ακόμα ακούγεται η ίδια φωνή: «Παιδιά μου, μην ξεχνάτε πως είμαι μαζί σας». Και η μνήμη γίνεται φως, η ιστορία σπόρος, η πίστη αντέχει και στις πιο βαριές νύχτες.

Μιχαήλ Σωτηρίου Μιχαλακόπουλος

 

Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *