Λάμπρος Κωνσταντάρας: «Το όνομά μου θα με βοηθάει αλλά και θα με βαραίνει για πάντα»
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας δεν χρειάζεται συστάσεις.
Με ένα επώνυμο που «κουβαλά» ιστορία, λάμψη και βάρος ταυτόχρονα, επιλέγει να μιλάει λιτά, ουσιαστικά και, κυρίως, ειλικρινά.
Στη συνέντευξή του στο Secret, αποκαλύπτει πτυχές του χαρακτήρα του που δεν γνωρίζουμε: τη στάση του απέναντι στις δυσκολίες, την προσωπική του διαδρομή, τη σχέση του με το όνομα που φέρει και τον παππού του, τον αξέχαστο Λάμπρο Κωνσταντάρα — όχι μόνο ως ηθοποιό-σύμβολο, αλλά ως έναν άνθρωπο που θυμάται με τρυφερότητα μέσα από παιδικές στιγμές και αναμνήσεις…
Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής σου;
Ειλικρινά, δεν έχω να θυμηθώ κάποια δύσκολη στιγμή. Οχι επειδή μου ήρθαν όλα εύκολα, αλλά επειδή προσπαθώ να ξεπερνάω όλες τις αναποδιές με αισιοδοξία.
Έχεις κάνει ποτέ πρόταση γάμου;
Όχι και δεν έχω φτάσει καν κοντά σε αυτή τη σκέψη. Αργήσαμε, βέβαια, λίγο πια, αλλά ποτέ μη λες ποτέ.
Σε άγχωσε ποτέ το όνομά σου; Σε βοήθησε ή όχι;
Φυσικά με βοήθησε και με βοηθάει ακόμα. Και νομίζω ότι θα με βοηθάει για πάντα. Όπως και θα με βαραίνει για πάντα.
Τον ευγνωμονώ που γεννήθηκα σε αυτήν την οικογένεια, όπως και τον πατέρα μου, του οποίου το επάγγελμα ακολούθησα τελικά, αλλά πάντα τα νομίσματα έχουν δύο όψεις. Πάντα υπάρχουν αρνητικά σε όλα. Έτσι και σε εμένα, όσο σκληρά και αν έχω δουλέψει εδώ και 28 χρόνια, πάντα θα βρεθεί κάποιος που θα αποδώσει την όποια δουλειά ή την οικονομική μου κατάσταση στο ότι είμαι ο εγγονός αυτού του σπουδαίου ηθοποιού.
Για εμένα ήταν ο παππούς μου, που δεν είχα τη χαρά να τον ζήσω όσο ήθελα, που τον βλέπω σχεδόν καθημερινά στην τηλεόραση, χωρίς να γερνάει, χωρίς να φθείρεται, ενώ όλοι εμείς που τον παρακολουθούμε μεγαλώνουμε. Αυτός, χωρίς να είναι εδώ, θα είναι πάντα ανάμεσά μας.
Τι πρόλαβες να ζήσεις με τον παππού σου;
Έχω συγκεκριμένες αναμνήσεις, που τις αναφέρω και στο τελευταίο βιβλίο που κυκλοφορήσαμε, μια νέα βιογραφία για αυτόν, με τίτλο «Λάμπρος Κωνσταντάρας – Έζησε όπως ήθελε». Το οποίο, παρεμπιπτόντως, είναι ένα θαυμαστό κατόρθωμα, το να ζεις όπως πραγματικά θέλεις. Τον θυμάμαι να μου αγοράζει δώρα, παιχνίδια από το τοπικό ζαχαροπλαστείο (τότε δεν υπήρχαν παιχνιδάδικα μεγάλα).
Τον θυμάμαι να παίζει με τις γάτες του, να περπατάει στην παραλία της Βάρκιζας παρέα με έναν-δύο φίλους του. Για μένα τότε ήταν ο παππούς μου με έναν ψηλό κύριο. Για τους άλλους ήταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας και ο Οδυσσέας Ελύτης σε ένα παραθαλάσσιο παγκάκι».