Κυριακή του Παραλύτου 11 Μαΐου 2025 – Η θεραπεία του παράλυτου στη Βηθεσδά
Τὸ ῥῆμα Χριστοῦ σφίγμα τῷ παρειμένῳ, Οὕτως ἴαμα τοῦτο ῥῆμα καὶ μόνον.
Η Κυριακή του Παραλύτου αντλεί το θέμα της από την ευαγγελική περικοπή, που αναγινώσκεται στην θεία λειτουργία. Αυτή περιλαμβάνει την διήγηση της ιάσεως του παραλυτικού στην Προβατική κολυμβήθρα, την Βηθεσδά, στα Ιεροσόλυμα (Κατά Ιωάννη 5, 1-15).
38 ολόκληρα χρόνια παράλυτος. Αιτία της παραλύσεώς του, η εκούσια αμαρτία.
Ο παράλυτος βρισκόταν πλησίον της κολυμβήθρας του Σιλωάμ, του χώρου θεραπείας του, αλλά δεν είχε ένα άνθρωπο να τον ωθήσει στο να θεραπευθεί. Τον έβλεπαν και τον αγνοούσαν. Κανείς δεν βρέθηκε όλα αυτά τα χρόνια να του δείξει συμπόνια.
Κυριακή του Παραλύτου 11 Μαΐου 2025 – Η θεραπεία του παράλυτου στη Βηθεσδά
Άλλοι έσπευδαν να είναι πρώτοι για να θεραπευτούν. Άλλοι που συνδέονταν μαζί τους με δεσμούς αγάπης η φιλίας τους βοηθούσαν για να θεραπευτούν. Αλλά ούτε ένας δεν είχε ρίξει μια ματιά σ’ αυτόν τον άνδρα που για χρόνια λαχταρούσε την θεραπεία και δεν ήταν ικανός να βρει τη δύναμη να θεραπευτεί. Η μόνη του ελπίδα ήταν ο Θεός.
Σε αυτό το σημείο, βλέπουμε τον άνθρωπο να είναι αναίσθητος προς τον συνάνθρωπό του.
Γύρω από την κολυμβήθρα αυτή, κοίτονταν πλήθος ασθενών από διάφορες ασθένειες. Αυτό που περίμεναν ήταν η ταραχή του νερού. Ο πόνος λοιπόν της ασθενείας μαζί συγχρόνως με την εγκατάλειψη από τους ανθρώπους ήταν ο σύντροφος του ανθρώπου της προβατικής κολυμβήθρας.
Όταν ο Ιησούς βρέθηκε εκεί κατά τη γιορτή της εβραϊκής Πεντηκοστής (ανάμνηση της προσφοράς του Νόμου από το Θεό στο όρος Σινά) συνάντησε τον άρρωστο, ημιπαράλυτο. Κατάλαβε πως ήταν κλινήρης για 38 ολόκληρα χρόνια. Πώς το διέγνωσε αυτό ο Ιησούς;
Μας το αποκαλύπτει ο ευαγγελιστής Ιωάννης:
«Δεν χρειαζόταν να τον πληροφορήσει κανείς για έναν άνθρωπο, γιατί Αυτός ήξερε καλά τι είχε καθένας μέσα του» (Κατά Ιωάννη 2, 25) ως Θεάνθρωπος που είναι.
Ο Χριστός ρώτησε αμέσως μετά τον ασθενή αν ήθελε να γίνει καλά.
Γιατί τέτοια ερώτηση;
Διότι ορισμένοι άρρωστοι είναι αλήθεια ότι δεν θέλουν να αποκτήσουν την υγεία τους (ή να πιστέψουν), επειδή τους συμφέρει να μείνουν έτσι!
Διαφορετικά, θα ήσαν υποχρεωμένοι να αλλάξουν και τρόπο ζωής! Και ο Θεός ως γνωστόν δεν παραβιάζει πόρτες συνειδήσεων και βουλήσεων.
«Κύριε, αποκρίθηκε ο άρρωστος, δεν έχω κανέναν να με ρίξει στη δεξαμενή. Πάντοτε προλαβαίνει άλλωστε κάποιος άλλος και πέφτει πρώτος μέσα».
Στα λόγια του κλινήρη ασθενή διακρίνουμε την ανάγκη για συντροφιά και κοινωνία με τους συνανθρώπους του -που ο Θεός την ικανοποιεί με την θεραπεία που προσφέρει- αλλά και τη σκληρότητα και τον ανταγωνισμό της κοινωνίας, που πολλές φορές δυστυχώς οδηγεί στην απομόνωση και τον παραγκωνισμό πολλούς.
Ο Ιησούς τού απαντά:
Σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα.
Αμέσως ο άνθρωπος έγινε καλά, σήκωσε το κρεβάτι του και περπατούσε.
«Όπου Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις».
Ο δε Ιησούς έφυγε αμέσως από εκεί, απαρατήρητος, εξαιτίας του πλήθους που είχε μαζευτεί. Αυτό το έκανε και σε άλλες περιπτώσεις για να μην τον αναγορεύσουν εσφαλμένα κοσμικό ηγέτη τους και του δώσουν πολιτικές και στρατιωτικές διαστάσεις.
Το δράμα του επί 38 έτη παραλύτου συγκινεί τον Κύριο και τον θεραπεύει. Ο Χριστός παρουσιάζεται σαν ιατρός ψυχών και σωμάτων. Τον παράλυτο δεν τον θεραπεύει η κολυμβήθρα, αλλά ο πανσθενουργός λόγος του Κυρίου.