Μαύρο Ρόδο: Αφήστε με! Θέλω να μείνω μόνη μου, με το παιδί μου…

 

Μαύρο Ρόδο: Αφήστε με! Θέλω να μείνω μόνη μου, με το παιδί μου…

Μαύρο Ρόδο: Οι εξελίξεις στα επόμενα επεισόδια της σειράς θα είναι σοκαριστικές αφού θα πει “αφήστε με! Θέλω να μείνω μόνη μου, με το παιδί μου…”.Μαύρο Ρόδο: Αφήστε με! Θέλω να μείνω μόνη μου, με το παιδί μου…

 

Προσπαθεί να βρει δύναμη να φωνάξει και τελικά αρχίζει να ουρλιάζει και να τρέχει για να βρει τις άλλες μοναχές. Από τις φωνές της καταφτάνουν όλες εκεί. «Τι έγινε Ελισάβετ; Τι έπαθες;», την ρωτάει η Θεοδότη κι
εκείνη σοκαρισμένη της δείχνει με το χέρι της προς το κελί.

«Χριστέ μου!», αναφωνεί η Γαλήνη και γυρίζει αλλού το βλέμμα της. «Τι στέκεστε; Ελάτε να τον κατεβάσουμε μήπως τον προλάβουμε. Δώσε Κύριε να ζει το παιδί», φωνάζει η Ξανθίππη, μπαίνει στο κελί και προσπαθεί να τον ξεκρεμάσει, ενώ η Θεοδότη πλησιάζει διστακτικά για να την βοηθήσει.

Η Ελισάβετ πέφτει στην αγκαλιά της Γαλήνης και ξεσπάει σε κλάματα. «Αυτοκτόνησε…! Γιατί το έκανε; Γιατί…;», λέει, κι εκείνη τη στιγμή φτάνει αναστατωμένη η Φιλαρέτη και ρωτάει τι έχει συμβεί. Η Γαλήνη της
δείχνει προς το κελί κι εκείνη συγκλονίζεται όταν βλέπει το άψυχο σώμα του Γεράσιμου.

«Η μάνα του πώς θα το μάθει πείτε μου. Η μάνα» λέει και κοιτά στον ουρανό κλαίγοντας και ψιθυρίζει μια προσευχή. Την ίδια ώρα, η Ευτυχία έχοντας ακούσει τις καμπάνες να χτυπάνε με μανία, στέκεται ανήσυχη έξω από το μαγειρείο και κοιτάει τον δρόμο που πάει προς το μοναστήρι.

«Μανόλη σε παρακαλώ, πάμε μια βόλτα μέχρι το μοναστήρι, να δούμε τι συμβαίνει και ξαναγυρνάμε. Έχω ανησυχήσει πολύ! Γιατί χτυπούσε έτσι καμπάνα;

Κάτι κακό πρέπει να έγινε! Δεν ξέρω… από κείνη την ώρα, κάτι με τρώει… Έχω άσχημο προαίσθημα!», του λέει κι εκείνος της υπόσχεται πως θα πάνε όταν θα έρθει στο μαγαζί η Γιάννα. «Δεν με νοιάζει ούτε το μαγαζί, ούτε τίποτα! Τώρα θέλω να πάμε…!», επιμένει η Ευτυχία κι εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η Γιάννα.

Διαβάστε Επίσης  Η Γη της Ελιάς: Η Ιουλία βλέπει τον Στάθη με την Αφροδίτη και καταρρέει

«Πού είσαι ρε κορίτσι μου; Βρήκες ώρα να λείψεις και εσύ! Δεν μπορώ να κάνω καλά τη μάνα σου με τίποτα! Ήθελε να παρατήσουμε το μαγαζί και να πάμε στο μοναστήρι, γιατί έχει κακό προαίσθημα λέει…», της εξηγεί ο πατέρας της ενώ ταυτόχρονα χτυπάει το τηλέφωνο του.

«Μανόλη….! Πρέπει να έρθεις στο μοναστήρι…», του λέει η Φιλαρέτη κομπιασμένη κι εκείνος αρχίζει να ανησυχεί και την ρωτά τι έχει συμβεί. «Ο Γεράσιμος… Ο Γεράσιμος είναι… είναι…νεκρός», του λέει και ο Μανώλης χάνει το χρώμα του, ενώ η Ευτυχία που τον παρακολουθεί τον ταρακουνάει και ουρλιάζει.

 

Ο Μανώλης στέκεται μαρμαρωμένος και το βλέμμα του είναι στο κενό.
«Μίλα, Μπαμπά! Τι σου είπε; Έπαθε τίποτα ο Γεράσιμος;!», του φωνάζει η Γιάννα. Ο Μανώλης κοιτάζει την Ευτυχία ανήμπορος να βγάλει λέξη και κλαίει βουβά.

Η Ευτυχία έχει καταλάβει τι έχει γίνει τον πλησιάζει και σχεδόν ψιθυριστά του λέει: «Μανόλη, πες το όσο πιο σιγά μπορείς»…. Λίγη ώρα αργότερα, οι γονείς και η αδερφή του Γεράσιμου φτάνουν στο μοναστήρι. Ο Μανώλης και η Γιάννα υποβαστάζουν την Ευτυχία για να μην καταρρεύσει.

«Στου θεού την αγκαλιά, παιδάκι μου, κοιμήσου… κι απ’
τους αγγέλους ζήτησα τ’ αστέρια όλα να σβήσουν…φως να μη δω και θυμηθώ τ’ αστέρι μου πως ήσουν….Παιδί μου!!!», σπαράζει και γονατίζει κάτω.

Η Ευτυχία φτάνει έξω από την πόρτα του κελιού που έχουν τον Γεράσιμο, προχωρά δειλά δειλά και κοιτάζει προς τα μέσα και βλέπει τον γιο της νεκρό. «Γεράσιμε;! Παιδί μου; Αγάπη μου; Σήκω, σε παρακαλώ!! Βγες έξω…!

Έλα στη μάνα σου παιδί μου!!!», φωνάζει απαρηγόρητη και η Φιλαρέτη που την ακούει προσπαθεί να βρει την ανάσα της μέσα στον πόνο που βιώνει. Ο Γεράσιμος είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και γύρω του έχει λίγα λουλούδια.

Διαβάστε Επίσης  Μαύρο Ρόδο: Στις εφημερίδες το ένοχο παρελθόν της Ηγουμένης

Η Ελισάβετ και η Θεοδότη κάθονται αμίλητες, ενώ η Γιάννα και ο Μανώλης που φτάνουν στο κελί κλαίνε με λυγμούς. «Αφήστε με! Θέλω
να μείνω μόνη μου, με το παιδί μου…

Αφήστε με, μόνη με το γιο μου! Θέλω να του μιλήσω…», φωνάζει η Ευτυχία και όλοι βγαίνουν έξω. Με αργά βήματα πλησιάζει το άψυχο σώμα του παιδιού της, γονατίζει και ακουμπάει το κεφάλι της στο στήθος του.

Παίρνει τα λουλούδια που είναι δίπλα του, στολίζει τα σταυρωμένα χέρια του και τα μαλλιά του και σιγομουρμουριζει: «Το μοναστήρι έγινε το σπίτι σου… μόνος σου το έκανες σπίτι σου… λες κι ο Άγιος σε
κάλεσε κοντά του».

Κοιτάει ψηλά και λέει σπαρακτικά και δυνατά: «Αη Γιώργη μου, γιατί μου τον πήρες;! Γιατί, το παιδί μου; Τι αμαρτία έκανα;!»…
Τα λόγια της ακούγονται έξω στον διάδρομο και η Φιλαρέτη αγκαλιάζει την Ελισάβετ που κλαίει γοερά και την πάει στο κελί της Αυξεντίας.

«Είναι άδικο, ο Γεράσιμος ήταν πολύ νέος, είχε όλη την ζωή μπροστά του… Εγώ φταίω! Τον παραμέλησα και δεν του έδειξα την αγάπη που του άξιζε, εκείνος ήταν πάντα δίπλα μου, σε όλα!
Ενώ εγώ, για εκείνον δεν έκανα τίποτα!

 

Αντί να τον ευχαριστήσω, το μόνο που έκανα, ήταν να του φέρομαι σκληρά και ψυχρά», κατηγορεί τον εαυτό της η Ελισάβετ κι εκείνη προσπαθεί να την ηρεμήσει. «Κι εκείνος ήξερε ότι τον αγαπάς, απλά ζητούσε άλλου είδους αγάπη από εσένα. Αυτό ήταν το παράπονο του.

Γι’ αυτό Ελισάβετ μου, δεν πρέπει να νιώθεις έτσι, εσύ δεν έχεις καμία ευθύνη για την τροπή που πήραν τα πράγματα», της εξηγεί, αλλά εκείνη συνεχίζει να ρίχνει ευθύνες στον εαυτό της.

 

πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *