Κρεμμύδια: σπορά φύτεμα καλλιέργεια

Τα κρεμμύδια είναι πολυετή φυτά

αλλά καλλιεργούνται ως διετή. Ανήκουν στην οικογένεια των λειριοειδών. Η καλλιέργειά τους γίνεται για παραγωγή χλωρού φυλλώματος ή ξηρών βολβών, αναγκαίων στη καθημερινή χρήση της τροφής του ανθρώπου.

Το φαγώσιμο μέρος των κρεμμυδιών, είναι κυρίως οι βολβοί, που γίνονται σαρκώδεις. Τα φύλλα είναι μακριά και σωληνώδη, ο δε καυλός εξαιρετικά μακρύς, και παρουσιάζεται το δεύτερο ή το τρίτο έτος. Τα άνθη είναι μικρά υποπράσινα ή βιολέ και μαζεμένα όλα μαζί στη κορυφή του καυλού, ώστε να σχηματίζουν σφαιρικό σκιάδιο.
Έδαφος-λίπανση
Τα κρεμμύδια ευδοκιμούν παντού, στα θερμά όσο και στα ψυχρά μέρη. Ως προς το έδαφος, αρέσκονται και αποδίδουν καλλίτερα στα χώματα μέσης συστάσεως, όχι όμως πολύ αμμουδερά, αλλά ούτε πολύ σφικτά είτε υγρά. Στα βαρεία αργιλώδη χώματα, οι βολβοί δεν χοντραίνουν, γίνονται υδαρείς και δεν διατηρούνται καλά σε ξηρή κατάσταση. Στα ελαφρά, εξ άλλου έχουν ανάγκην από οργανικές ουσίες και πολλά ποτίσματα, αλλιώς δεν αναπτύσσονται και γίνονται πολύ καυτερά.
Η λίπανση επομένως, είναι αναγκαία, για να αποκτάται καλή ποιότητα βολβών και πλούσιο φύλλωμα. Η κοπριά αποτελεί κατάλληλο λίπασμα, αρκεί να είναι παλαιά και να δίδεται σε ανάλογο ποσό. Κατά μέσον όρο, για εδάφη μετρίως γόνιμα απαιτούνται 2-3000 οκάδ. στο στρέμμα. Προς τούτο όμως πρέπει να λαμβάνεται υπ.’ όψει και η λίπανση καθώς και το είδος της προηγουμένης καλλιέργειας. Η κατάχρηση κοπριάς είναι γενικώς επιζήμια για την παραγωγή βολβών, εκτός εάν πρόκειται για χλωρά παραγωγή, οπότε αυξάνει με το βαθμό της λιπάνσεως. Η αχώνευτη κοπριά πρέπει να θεωρείται σ’ όλες τις περιπτώσεις επιζήμια γιατί ευνοεί τις παρασιτικές αρρώστιες και κάνει τα κρεμμύδια (βολβούς) δυσκολοδιατήρητα.
Από τα σύνθετα χημ. λιπάσματα ο τύπος 6-8-8 δίδει άριστα αποτελέσματα, σε ποσόν 80-100 οκ. στο στρέμμα, ή ο τύπος 0-12-6 ανάμικτος σε ποσό 30-35 οκ. με 1-2000 οκ. κοπριάς. Η χρήση των απλών χημικών λιπασμάτων, επίσης είναι αξιοσύστατη, με 18-20 οκ. νιτρικό νάτριο, 40-50 οκ. υπερφωσφορικό και 20-22 οκάδ. θεϊκό ή χλωριούχο κάλι. Το σύνθετα όσο και τα απλά χημικά λιπάσματα, δίδουν καλύτερα αποτελέσματα σε εδάφη σφικτά και πλούσια σε οργανικές ουσίες, η σε ποτιστικούς κρεμμυδώνες. Η προετοιμασία τού εδάφους συνίσταται από 2-3 βαθειά σκαψίματα και ανάλογα σβαρνίσματα ώστε να ψιλο χωματιστεί καλά. Κατά το τελευταίο ή προτελευταίο σκάψιμο γίνεται και η λίπανση με κοπριά είτε με χημ. λιπάσματα.
Παραγωγή κοκκαριού
Για την παραγωγή κοκκαριού, δηλαδή βολβών του πρώτου έτους, σπέρνεται κρεμμυδόσπορος κατά Φεβρουάριο-Μάρτιο, σε βραγιές καλοδουλεμένες αλλά όχι πολύ κοπρισμένες. Οι σπόροι σκορπίζονται στα πεταχτά η κατά γραμμές, οι οποίες ν’ απέχουν 10-15 πόντους η μία της άλλης όπου σκεπάζονται ελαφρά, ως ένα πόντο βάθος, με κοσκινισμένο φυτόχωμα ή κοπρόχωμα. Για να γίνεται κανονικότερο το σκόρπισμα των σπόρων πρέπει ν’ ανακατεύονται με λίγη άμμο. Σε κάθε τετρ. μέτρο απαιτούνται 3- 4 δράμια, για σπορά που γίνεται στα πεταχτά, ή 2-3 δράμια όταν γίνεται κατά γραμμές. Οπωσδήποτε, μετά την σπορά, το χώμα πρέπει να πατιέται λίγο και να ραντίζεται πλέον, οσάκις είναι ανάγκη μέχρις ότου φυτρώσουν. Αναλόγως των ποικιλιών και του καιρού, η βλάστηση πραγματοποιείται μετά 2-3 εβδομάδες περίπου.
Οι επόμενες περιποιήσεις συνίστανται σε βοτανίσματα και μερικά σκαλίσματα. Τα ποτίσματα στην αρχή πρέπει να είναι συχνά και άφθονα, βραδύτερο όμως να περιορίζονται πολύ και μόλις τα φύλλα αρχίσουν να κιτρινίζουν να διακόπτονται εντελώς, 15-20 ήμερες τουλάχιστον προ της συγκομιδής. Όταν το φύλλωμα ξεραθεί, γίνεται το ξερίζωμα και Αύγουστο – Σεπτέμβριο και οι βολβοί διατηρούνται σε μέρος στεγνό αλλά καλώς αεριζόμενο. Οι μικρότεροι και ομοιόμορφοι θεωρούνται για την καλλιέργεια των ξηρών κρεμμυδιών, ως πολύ καλύτεροι των χονδρών. Οι βολβοί του κοκκαριού έχουν διάφορο σχήμα και χρώμα, αναλόγως των ποικιλιών πού ανήκουν. Σε πολλά μέρη, οι κηπουροί, αντί να φυτεύουν κοκκάρι, προτιμούν να μεταφυτεύουν τα μικρά κρεμμυδάκια χλωρά μόλις αποκτήσουν ύψος 15-20 πόντους, για ν’ αποκτούν τα λεγόμενα νεροκρέμμυδα.
Καλλιέργεια ξερών κρεμμυδιών
Η καλλιέργεια του δευτέρου έτους προς παραγωγή ξηρών κρεμμυδιών, γίνεται λοιπόν, είτε με κοκκάρι, είτε με φυτά χλωρά. Η φυτεία του κοκκαριού εκτελείται το Φεβρουάριο-Μάρτιο. Το έδαφος, στο όποιο πρόκειται να γίνει η καλλιέργεια, πρέπει να δουλεύεται αρκετά και να λιπαίνεται με χωνευμένη κοπριά νωρίς, από το φθινόπωρο. Εάν προηγείτο άλλη καλλιέργεια, η οποία άφησε το μέρος πλούσιο σε οργανικές ουσίες, δεν αναγκαία άλλη λίπανση παρά μία συμπληρωματική με φωσφορικά και καλιούχα λιπάσματα, επειδή στα στοιχεία αυτά έχουν περισσότερες απαιτήσεις.
Η φυτεία γίνεται στις προετοιμασμένες βραγιές κατά γραμμές 20-25 πόντους η μία της άλλης και κατ’ αποστάσεις 12 – 15 πόντους, σε βάθος δε μέχρι 2-3 πόντους το πολύ. Σε χώματα λίγο σφικτά ή ποτιστικά, προτιμότερο η φυτεία να γίνεται σε τριβάδια ή σαμάρια, στα πλάγια είτε στη κορυφή των τοιχωμάτων. Η εργασία αυτή γίνεται κατά Φεβρουάριο -Μάρτιο. Για νεροκρόμμυδα η μεταφύτευση γίνεται κατά Μάιο -‘Ιούλιο. Τα μικρά κρεμμυδάκια αφήνονται να διψάσουν 2 – 3 εβδομάδες και κατόπιν ξεριζώνονται και μεταφυτεύονται σε βραγιές με μεγαλύτερες αποστάσεις 10-15 πόντους. Πριν γίνει η φυτεία κόπτονται τα φύλλα και οι μακριές ρίζες τους κατά το ήμισυ και χρησιμοποιούνται αμέσως ή αφού μαραθούν λίγο. Η μεταφύτευση αυτή γίνεται με φυτευτήρι ή τσαπί μέσα σε αυλάκια. Κατόπιν, πρέπει να ακολουθώ πότισμα με άφθονο νερό.
Παρατηρήθηκε ότι η μέθοδος με μεταφύτευση δίδει πάντοτε χονδρότερα και πρωιμότερα κρεμμύδια, έχει όμως ανάγκη πολλών και πλουσίων ποτισμάτων. Στην Ελλάδα εφαρμόζεται στις βόρειες επαρχίες, ιδίως στις περιφέρειες Κοζάνης και Φλωρίνης.
Οι αναγκαίες καλλιεργητικές περιποιήσεις των κρεμμυδιών, όταν αυτά σπαρθούν με κοκκάρι περιορίζονται μόνο σε 1-2 σκαλίσματα και μερικά ποτίσματα, εφ όσον επικρατεί μεγάλη ξηρασία. Όπου όμως υπάρχει σχετική υγρασία, η καλλιέργεια επιτυγχάνει και δίχως νερό. Προκειμένου για νεροκρέμμυδα, τα ποτίσματα είναι απαραίτητα, ιδίως στην αρχή της βλαστικής περιόδου. Πάντως ταύτα, πρέπει να διακόπτονται, τουλάχιστο, 2 – 3 εβδομάδες πριν της συγκομιδής, για να διευκολύνεται η ωρίμανση των βολβών και εξασφαλίζεται η διατήρησή τους καλλίτερα. Για τον λόγο αυτό, οι κηπουροί συνηθίζουν να ποδοπατούν ή να σπάζουν τα φύλλα μόλις κιτρινίσουν με σκοπό να σταματήσει η βλάστηση και οι βολβοί να χοντραίνουν περισσότερο, είτε ακόμη, για να μαλακώνουν τα φύλλα και ευκολύνεται το δέσιμο σε πλεξούδες. Κατά την διάρκεια της βλαστήσεως, όλοι οι ανθοφόροι καυλοί, πρέπει να κόβονται στη βάση τους, όταν παρουσιάζονται, γιατί δεν έχουν κανένα προορισμό, αλλά και αδυνατίζουν τα κρεμμύδια, τα οποία δεν κάνουν βολβούς. Είναι, όπως λέγουν, αρσενικά.
Συγκομιδή
Η συγκομιδή δίνεται κατά Ιούνιο-Ιούλιο, όταν τα φύλλα κιτρινίσουν εντελώς και αρχίσουν να ξεραίνονται. Το ξερίζωμα εκτελείται με το χέρι ή με το λισγάρι. Κατόπιν δένονται σε πλεξούδες και κρεμιούνται σε υπόστεγο η αφήνονται μερικές ήμερες στον ήλιο για να στεγνώσουν ολίγο και ύστερα αποθηκεύονται σε μέρος ξηρό και ψυχρό. Μία καλή απόδοση φθάνει 2 – 2500 οκάδ. ξηρών κρεμμυδιών κατά στρέμμα.
Αμειψισπορά
Στο ζήτημα της αμειψισποράς, τα κρομμύδια ακολουθούν επιτυχώς τα σπανάκια, τα κουκιά, τα μπιζέλια κλπ. μπορούν δε επανέλθουν στη θέση τους μετά 3-4 χρόνια.
Καλλιέργεια φρέσκων (χλωρών) κρεμμυδιών
Για τη καλλιέργεια χλωρών κρεμμυδιών, η φυτεία του κοκκαριού αρχίζει από τον Οκτώβριο και εξακολουθεί περιοδικώς μέχρι της ανοίξεως. Συνήθως προτιμάται το χονδρό και μακρουλό κοκκάρι, γιατί δίδει στέλεχος και φύλλα περισσότερο. Επίσης για το σκοπό αυτό, η καλλιέργεια πρέπει να γίνεται σε χώματα φυσικώς πλούσια ή πολύ λιπασμένα με άφθονη κοπριά χωνευμένη. Η χρήση του νιτρικού νατρίου 10-15 δρ. κατά τετρ. μ. εξασφαλίζουν πολύ καλή παραγωγή. Η φυτεία μπορεί να γίνεται μόνη, είτε σε συνδυασμό με άλλα λαχανικά, μέσα σε βραγιές ή στα τοιχώματα των ποτιστικών αυλακών.
Η συγκομιδή των χλωρών κρομμυδιών γίνεται, καθόσον το φύλλωμα είναι μεγάλο και έτοιμο για την κατανάλωση. Συνήθως αρχίζει 2-3 μήνες μετά την φυτεία και διαρκεί αναλόγως της εποχής πού αυτή γίνεται. Κατά συνέπεια η φυτεία πρέπει να γίνεται τμηματικώς, κάθε 15-20 ήμερες για να υπάρχουν πάντοτε χλωρά και τρυφερά κρεμμυδάκια. Η απόδοση αυτών, φθάνει 20-25 οκάδ. κατά τετρ. μέτρων συνήθως.
Παραγωγή σπόρου
Για την απόκτηση καλού κρεμμυδοσπόρου πρέπει να διαλέγονται οι ποιό κανονικοί και χονδροί βολβοί, από την συγκομιδή της δευτέρας χρονιάς. Αυτοί φυτεύονται την άνοιξη, σε μέρος γόνιμο και καλοδουλεμένο, κατ’ αποστάσεις 40-50 πόντους. Όταν φυτρώσουν και παρουσιασθούν οι ανθοφόροι καυλοί πρέπει να πασσαλώνονται γιατί σπάζουν πολύ εύκολα και καταστρέφονται. Η ωρίμανση των σπόρων πραγματοποιείται κατά Ιούλιο-Αύγουστο. Η βλαστική των δύναμη διαρκεί 2-3 έτη.
Αποθήκευση και διατήρηση
Τα κρεμμύδια διατηρούνται πολύ καιρό, αν τα στρώσεις σε άχυρα κριθαριού• δεν σαπίζουν, αν τα βουτήξεις σε ζεστό νερό και τα στεγνώσεις• μπορεί κανείς να παράγει μεγαλύτερα κρεμμύδια, αν τα ξεφλουδίσει μεταφυτεύοντάς τα.
Ποικιλίες κρεμμυδιών
Τα κρεμμύδια διακρίνονται κυρίως σε δύο κατηγορίες, τα γλυκά και τα καυτερά, με πλήθος από ποικιλίες και παραλλαγές, οι οποίες διακρίνονται από το σχήμα το χρώμα και το μέγεθος των βολβών.
Από τα γλυκά κρεμμύδια, σπουδαιότερες ποικιλίες είναι:
Κρεμμύδια Μαδέρας. Αυτά έχουν βολβούς πολύ χονδρούς, κωνικούς και σαρκώδη φύλλα γλυκά. Τα εξωτερικά φύλλα είναι κοκκινωπά και μέγα μέρος του στελέχους. Η ποικιλία αυτή καλλιεργείται πολύ επιτυχώς στη Μακεδονία.
Κρεμμύδια κόκκικα πλατειά. Αυτά διαφέρουν μόνον διότι είναι πλακερά και λίγο οψιμότερα, και θεωρούνται ως παραλλαγή των προηγουμένων. Και οι δύο ποικίλες καλλιεργούνται με μεταφύτευση, ως νεροκρέμμυδα.
Κρεμμύδια κόκκινα Αίγυπτου. Αυτά έχουν βολβούς ωοιδείς ή μακρουλούς και εξωτερικά ψύλλα πορφυροκόκκινα. Τα άνθη της ποικιλίας αυτής όταν γονιμοποιηθούν δεν σχηματίζουν σπόρους αλλά κάνουν βολβίδια, με τα όποια και πολλαπλασιάζονται.
Από τα καυτερά κρεμμύδια υπάρχουν πολυάριθμες ποικιλίες και παραλλαγές με βολβούς στρογγυλούς, μακριούς, πλακερούς, ωοδείς, και με φύλλα εξωτερικά, κίτρινα, λευκά, πυρρόξανθα ή κόκκινα. Εξ αυτών, προτιμούνται κατά τόπους τα μεν ή τα δε, αναλόγως των τοπικών συνηθειών και του εγκλιματισμού που αποκτούν. Για ξερικές καλλιέργειες, τα στρογγυλά και πλακερά θεωρούνται ανθεκτικότερα και παραγωγικότερα, για δε τις ποτιστικές και χλωρές, τα μακρουλά και πυρόξανθα.
Ασθένειες κρεμμυδιών
Τα κρεμμύδια προσβάλλονται από διάφορες αρρώστιες, οι όποιες προέρχονται από φυτικά ή ζωικά παράσιτα. Οι σπουδαιότερες αυτών είναι:
Ο Περονόσπορος. Οφείλεται σε μικρομύκητα της ομάδος των περονόσπορων (peronospora Schleideni), ο οποίος προσβάλλει τα κρεμμύδια, ιδίως των σπορείων. Τα προσβαλλόμενα φύλλα κιτρινίζουν και σκεπάζονται με ένα χνούδι πορφυρό, προερχόμενο από τα σπόρια τού μανιταριού αυτού. Ο εν λόγο περονόσπορος είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνος στους σποροφόρους καυλούς, οι οποίοι σταματούν να αναπτύσσονται προς ιό αρρωστημένο μέρος, ενώ εξακολουθούν στην αντίθετη πλευρά, με αποτέλεσμα να κυρτώνουν χαρακτηριστικός και κατόπιν να σαπίζουν. Συνήθως ή ανθοταξία τους καταστρέφεται.
Για να προλαμβάνεται η ασθένεια αυτή πρέπει να Αποφεύγεται η απόρριψη προσβεβλημένων υπολειμμάτων κρεμμυδιών στο έδαφος και να γίνεται αλλαγή της καλλιέργειας για 2-3 χρόνια. Επίσης τα ραντίσματα βορδιγαλλείου πολτού (1% θειικός χαλκός με 1 οκά ασβέστη σε 100 οκ. νερό) προλαμβάνει ή σταματά το κακό.
Η σήψη των βολβών. Η ασθένεια αυτή είναι η χειρότερη από όλες. Προέρχεται από μύκητα (Botrytis Cinerea), ο οποίος προσβάλλει τα νέα φυτά των κρομμυδιών και σκόρδων, των οποίων τα φύλλα κιτρινίζουν και μαραίνονται, οι δε βολβοί σαπίζουν. Οι ρίζες των αρρωστημένων φυτών ολοκληρωτικώς καταστρέφονται από το μύκητα, ο οποίος παράγει στην επιφάνεια του πάσχοντος μέρους σκληρά μαύρα στρογγυλά στίγματα, τα οποία και αποτελούν τα όργανα αναπαραγωγής. Η ασθένεια εξαπλώνεται πολύ γρήγορα, ένεκα της μεγάλης αναπτύξεως του μύκητα στο έδαφος, ιδίως όταν τούτο είναι πλούσιο σε οργανικές ουσίες.
Τα σκλερότια, τα μόνα όργανα διατηρήσεως και πολλαπλασιασμού αυτού του μύκητα, μπορούν να ζουν επί πολλά χρόνια εντός του εδάφους και αποτελούν την απαρχή νέας μολύνσεως. Η μετάδοση της ασθενείας σε μια καλλιέργεια δύναται να γίνει και με τη χρήση κοπριάς ή με σπόρο μολυσμένο. Πάντως μόλις καταστεί αντιληπτή η προσβολή πρέπει αμέσως να ξεριζώνονται τα αρρωστημένα φυτά και τα γειτονικά τους, για να προλαμβάνεται η εξάπλωση της αρρώστιας. Ακόμη πρέπει να αποφεύγεται η λίπανση του εδάφους με πολλές οργανικές ουσίες, τα δε ξινά χώματα να διορθώνονται με χρήση ασβέστη και φωσφορικών χημικών λιπασμάτων. Τέλος επιβάλλεται αλλαγή της καλλιέργειας για 4-5 χρόνια.
Ο άνθρακας των κρεμμυδιών (Urocystis Cepulae). Είναι και αυτή μια ασθένεια πολύ σοβαρή, η οποία οφείλεται σε μύκητα. Προσβάλλει τα πολύ μικρά φυτά, τα όποια αυτομάτως αποξηραίνονται. Προλαμβάνεται με απολύμανση του σπόρου ή κοκκαριού σε διάλυση ½% θειικού χαλκού, όπου εμβαπτίζονται επί 1-2 ώρες, κατόπιν δε στεγνώνονται πριν σπαρθούν. Ευτυχώς είναι σπάνια ασθένεια.
Η σκωρίαση των φύλλων. Υπάρχουν δύο ειδών σκωριάσεις πού προσβάλλουν τα κρεμμύδια, η μία οφείλεται στο μύκητα puccinia allii και ή άλλη στον p. porri.
Η πρώτη παρουσιάζεται στα φύλλα ή στο στέλεχος σαν πολυάριθμα καφεκίτρινα μικρά στίγματα, ή δε δεύτερα σχηματίζει κηλίδες στρογγυλές γεμάτες σπόρια του μύκητα. Όταν η προσβολή είναι μεγάλη και οι δυο σκωριάσεις κάνουν σοβαρές ζημίες στη καλλιέργεια των κρεμμυδιών. Προλαμβάνεται ή σταματά με ραντίσματα βορδιγαλείου πολτού (1 οκ. θειικού χαλκού με 1 οκ. ασβέστη σε 100 οκ. νερό).
Έντομα
Η μύγα των κρεμμυδιών (Anthomya Ceparum). Είναι μια μικρή μύγα, δίπτερο έντομο, η οποία γεννά τα αυγά της στα φύλλα των κρεμμυδιών και σκόρδων. Τα εκκολαπτόμενα λευκά σκουληκάκια ανοίγουν τρύπες στους βολβούς τους οποίους τρώνε, με αποτέλεσμα τη σήψη αυτών και την αποξήρανση των φυτών. Μέσον καταπολεμήσεως άλλο δεν υπάρχει παρά το ξερίζωμα των προσβεβλημένων φυτών και καύση των βολβών.
Ο κρεμμυδοφάγος ή πρασάγγουρας (Cryllotalpa Vulgaris). Είναι έντομο ορθόπτερο, πολύ γνωστό σ’ όλους τούς κηπουρούς με διάφορα ονόματα. Θεωρείται ο πιο επικίνδυνος εχθρός των λαχανικών. Το σώμα του είναι αρκετά ογκώδες και καμπουρωτό προς τό θωρακικό μέρος και μακρουλό προς την κοιλιά, έχει δε ολικό μάκρος 5 πόντους περίπου. Το χρώμα του είναι μαυριδερό βελουδωτό άνωθεν, και κοκκινωπό κάτωθεν, το άκρο δε τού σώματος αυτού τελειώνει σε δυο μυτερές βελόνες.
Ο κρεμμυδοφάγος κατοικεί στα καλοδουλευμένα εδάφη και, σχεδόν πάντοτε, είναι ο ξενιζόμενος των λαχανόκηπων, των φυτωρίων, των ελαφρών γαιών και των υγρών τόπων. Κατά τη νύκτα ασχολείται να σκάπτει στοές επιφανειακές πολυάριθμες, δημιουργών ούτω μεγάλες ζημίες, γιατί κόπτει με τις ισχυρές σιαγόνες τις ρίζες, όσες βρίσκει στο διάβα του, τρύπα τους κονδύλους είτε βολβούς άλλων φυτών, που τυχόν του εμποδίζουν την δίοδο και τους τρώγει για να τραφεί. Τα προσβαλλόμενα φυτά συντόμως κιτρινίζουν και μαραίνονται ή αποξηραίνονται αναλόγως του βαθμού των τραυμάτων των.
Καθ’ όλη την ημέρα ο κρεμμυδοφάγος παραμένει κρυμμένος στη στοά του, η οποία στην αρχή είναι οριζόντια, για να εμποδίζεται η είσοδος των νερών της βροχής, κατόπιν κάνει γωνία και πηγαίνει σε ορισμένο βάθος εντός του εδάφους. Η θηλύκια αφού γονιμοποιηθεί, κατά τον Ιούνιο, γεννά τα αυγά της, 200 μέχρι 400 τον αριθμό, εντός της γης και σε βάθος 10-20 πόντους, σε μια κοιλότητα μεγέθους ενός αυγού όρνιθος. Μετά τρεις εβδομάδες εκκολάπτονται και εξέρχονται απ’ αυτά μικροί άσπροι σκώληκες, σαν χονδρά μυρμήγκια, οι οποίοι αρχίζουν αμέσως να τρώγουν διάφορα φυτά πού συναντούν, προξενώντας ούτω μεγάλες ζημίες. Ο βιολογικός τους κύκλος διαρκεί τρία χρόνια.
Η καταπολέμηση του κρεμμυδοφάγου μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους:
Κουρέλια βουτηγμένα σε πετρέλαιο ή χρήσης ναφθαλίνης (50 δράμια στο τετραγ. μέτρο) μπορούν να απομακρύνουν τους κρεμμυδοφάγους, όχι όμως και να τους φονεύσουν.
Οι σπόροι καλαμποκιού, βρασμένοι λίγο και κατόπιν μουσκεμένοι σε νερό με αρσενικώδες νάτριο, παραχωμένοι στο έδαφος, δηλητηριάζουν και καταστρέφουν τους κρομμυδοφάγους. Πρέπει όμως να ρίχνονται 8-10 ημέρες προ της σποράς φυτείας. Η δόση είναι 1 οκά καλαμπόκι 20-25 δράμια αρσενικώδες νάτριο. Διαλύεται το αρσενικώδες νάτριο σε λίγο νερό και ρίχνεται κατόπιν να μουσκέψει το καλαμπόκι.
Άλλος τρόπος αποτελεσματικός είναι να προσελκύονται οι κρεμμυδοφάγοι, κατά την ψυχρή εποχή, σε παγίδες με ζεστή κοπριά. Για τον σκοπό αυτό κάνουν, κατά τον Οκτώβριο-Νοέμβριο, σωρούς κοπριάς φρέσκιας, σε διάφορα σημεία της καλλιέργειας και τους οποίους σκεπάζουν γύρωθεν με χώμα. Με το πολύ κρύο καταφεύγουν εκεί οι κρεμμυδοφάγοι, για να περάσουν το χειμώνα, οπότε κατά τον Γεννάρη-Φεβρουάριο, όπως είναι ναρκωμένοι, αυτοί καταστρέφονται εύκολα.
Ακόμη καλλίτερος τρόπος είναι να ανοίγονται, κατά τον Οκτώβριο, σ’ όλη την έκταση της καλλιέργειας, αυλάκια ελικοειδή, κατά διαστήματα 3 – 4 μέτρων μεταξύ τους, με βάθος και πλάτος 25-30 πόντους, τους οποίους γεμίζουν, σχεδόν μέχρι της επιφανείας του εδάφους, με φρέσκια κοπριά, κατόπιν δε την σκεπάζουν με χώμα. Οι κρεμμυδοφάγοι καταφεύγουν στις ζεστές αυτές θέσεις για να διαχειμάσουν και όπου συναντώνται πληθωρικός κατά το άνοιγμα των αυλακιών, το οποίο πρέπει να γίνεται κατ’ Απρίλιο-Μάιο. Η εργασία αυτή όταν επαναληφθεί επί 2-3 χρόνια, μπορούν να καταστραφούν όλοι οι κρεμμυδοφάγοι που υπάρχουν στο κτήμα.
Η Μηλολόνθη (Melolontha Vulgaris). Και το έντομο τούτο είναι πολύ επίφοβο στη καλλιέργεια των κρεμμυδιών, γιατί κόπτει και τρυπά τούς βολβούς τους. Με παγίδες φρέσκιας κοπριάς μπορούν να συλλαμβάνονται και να καταστρέφονται τα σκουλήκια της μηλολόνθης. Είναι γνωστός με τα ονόματα Κοπροσκούληκο ή Γουρουνάς.
Πηγές: Ελληνική Γεωργία/Γεννάδιος – Πρακτικός οδηγός του λαχανόκηπου/Λάμπρου Οικονομίδου-Αθήναι 1940
Διαβάστε Επίσης  Ακρόαση για ηθοποιούς στο Θέατρο Αυλαία

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *